-
1 καταξυράω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταξυράω
См. также в других словарях:
καταξυρώ — καταξυρῶ, άω (Α) ξυρίζω εντελώς, ώς την επιδερμίδα («κατεξυρημένος τὸν πώγωνα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ξυρῶ «ξυρίζω»] … Dictionary of Greek